βοηθεία — βοηθείᾱ , βοήθεια help fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείᾳ — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — help fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθεια — η (AM βοήθεια) 1. παροχή βοήθειας, συνδρομή, επικουρία 2. επικουρική στρατιωτική δύναμη 3. προστασία, στήριγμα 4. (η κλητ. ως επιφώνημα) βοήθεια τρέξτε να βοηθήσετε νεοελλ. 1. το μέσον της βοήθειας, η βοήθεια σε είδος 2. η βοήθεια σε χρήμα, η… … Dictionary of Greek
βοηθείας — βοηθείᾱς , βοήθεια help fem acc pl βοηθείᾱς , βοήθεια help fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοήθει' — βοήθεια , βοήθεια help fem nom/voc sg βοήθειαι , βοήθεια help fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαι — βοηθείᾱͅ , βοήθεια help fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθειῶν — βοήθεια help fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαιν — βοήθεια help fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθείαις — βοήθεια help fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)